- ημίτραγος
- ο (Μ ἡμίτραγος, -ον)νεοελλ.ζωολ. γένος στο οποίο περιλαμβάνονται ουλότριχες άγριες αίγεςμσν.(ως επίθ. τού θεού Πανός) ο κατά το ήμισυ τράγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ταρ — Περιοχή της Ινδίας και του δυτικού Πακιστάν. Η έρημος Τ. καλύπτεται από αραιά δάση ακακιών και αποτελείται από συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων άμμου. Υπάρχουν εκεί και λόφοι από γρανίτη. Οι κάτοικοί της είναι νομάδες κτηνοτρόφοι, που καλλιεργούν… … Dictionary of Greek